ποθεῖ

ποθεῖ
ποθέω
long for
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ποθέω
long for
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόθει — ποθέω long for pres imperat act 2nd sg (attic epic) ποθέω long for imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιγούρευτος — η, ο [λιγουρεύω] 1. αυτός που δεν τόν λιγουρεύεται, δεν τόν ποθεί κανείς 2. αυτός που δεν λιγουρεύεται, δεν ποθεί έντονα κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλίγωτος — η, ο [λιγώνω] 1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας 2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • αντιποθώ — ἀντιποθῶ ( έω) (AM) ποθώ αυτόν που με ποθεί …   Dictionary of Greek

  • γλυκοποθητός — ή, ό (Μ γλυκοποθητός, ή, όν) αυτός τον οποίο ποθεί κανείς ερωτικά …   Dictionary of Greek

  • επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… …   Dictionary of Greek

  • πεθυμητικός — ή και ιά, ό επιθυμητός, ποθητός, αυτός που τόν ποθεί και τόν περιμένει κανείς («η ώρα η πεθυμητική ήρθεν, οπ ανιμένα [περίμεναν]», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμητικός με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε και σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ποθήτωρ — ορος, ὁ Α αυτός που ποθεί, που έχει σφοδρή επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. νική τωρ, πορθή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”